- ἀρτοκοπικός
- -ή,-όν A 0-1-0-0-0=1 1 Chr 16,3made by a baker; neol.Cf. BATTAGLIA 1989, 171-179
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
αρτοκοπικός — ἀρτοκοπικός, ή, όν, (Α) [αρτοκόπος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αρτοκόπο, τον αρτοποιό … Dictionary of Greek
ἀρτοκοπικόν — ἀρτοκοπικός belonging to a baker masc acc sg ἀρτοκοπικός belonging to a baker neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτοκοπικήν — ἀρτοκοπικός belonging to a baker fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτοκοπικῷ — ἀρτοκοπικός belonging to a baker masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ՀԱՑԱՐԱՐՈՑ — (ի, աց.) NBH 2 0070 Chronological Sequence: Early classical գ. ՀԱՑԱՐԱՐՈՑ ἁρτοπτεῖον, ἁρτοκοπικός officina pistoris. որ եւ ՀԱՑԱՆՈՑ. Տուն կամ կրպակ եւ փուռն հացագորցած. հաց շինելու եւ ծախելու տեղը. ... *Հաց մի ʼի հացարարոցէ. ՟Ա. Մնաց. ՟Ժ՟Զ. 3 … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)